εμβροντησία

εμβροντησία
η (Α ἐμβροντησία)
1. χτύπημα από κεραυνό
2. το να είναι κανείς εμβρόντητος, σαν χτυπημένος από κεραυνό
νεοελλ.
ψυχοπαθολογική κατάσταση πλήρους ακινησίας, αφωνίας και έλλειψης αντιδράσεων σε εξωτερικούς ερεθισμούς
αρχ.
μωρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐμβροντησία — ἐμβροντησίᾱ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem nom/voc/acc dual ἐμβροντησίᾱ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντησίᾳ — ἐμβροντησίᾱͅ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντησίας — ἐμβροντησίᾱς , ἐμβροντησία sheer stupidity fem acc pl ἐμβροντησίᾱς , ἐμβροντησία sheer stupidity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντησίαν — ἐμβροντησίᾱν , ἐμβροντησία sheer stupidity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντησίαις — ἐμβροντησία sheer stupidity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • εμβρόντηση — η (Α ἐμβρόντησις) εμβροντησία …   Dictionary of Greek

  • ναισιελία — ναισιελία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀποπληξία καὶ ἡ ἑμβροντησία τινὲς δὲ ναισήματα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”