ἐμβροντησία — ἐμβροντησίᾱ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem nom/voc/acc dual ἐμβροντησίᾱ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβροντησίᾳ — ἐμβροντησίᾱͅ , ἐμβροντησία sheer stupidity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβροντησίας — ἐμβροντησίᾱς , ἐμβροντησία sheer stupidity fem acc pl ἐμβροντησίᾱς , ἐμβροντησία sheer stupidity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβροντησίαν — ἐμβροντησίᾱν , ἐμβροντησία sheer stupidity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβροντησίαις — ἐμβροντησία sheer stupidity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
εμβρόντηση — η (Α ἐμβρόντησις) εμβροντησία … Dictionary of Greek
ναισιελία — ναισιελία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀποπληξία καὶ ἡ ἑμβροντησία τινὲς δὲ ναισήματα» … Dictionary of Greek